σφύζω

σφύζω
ΝΜΑ, και αττ. τ. σφύττω και δωρ. τ. σφύσδω Α
(για το αίμα ή για τις αρτηρίες) πάλλομαι ρυθμικά, χτυπώ κανονικά (α. πλην σφύζ' η καρδιά τού νέου στερρά», Βιζυην.
β. «σφύζει δὲ τὸ αἷμα ἐν ταῑς φλεψίν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
μτφ. είμαι γεμάτος σφρίγος, έχω καλή υγεία και ακμαίες σωματικές δυνάμεις («σφύζω από ζωή»)
μσν.
μτφ. διακατέχομαι από οργή
μσν.-αρχ.
μτφ. κινούμαι ορμητικά («σφύζοντος καὶ σφαδάζοντος καὶ πηδῶντος», Λογγίν.)
αρχ.
1. τινάζομαι με ορμή, χτυπώ δυνατά («φασώ τάν κεφαλὰν καὶ τὼς πόδας ἀμφοτέρως μεν σφύσδειν», (Θεόκρ.)
2. φρ. «σφύζειν ἐπὶ τι»
μτφ. το να έχει κανείς σφοδρή επιθυμία για κάτι» (Λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός και τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ. Οι συνδέσεις τής λ. με τα ρ. σφαδάζω και σπεύδω (πρβλ. σφυδῶ) παραμένουν ανεπιβεβαίωτες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σφύζω — throb pres subj act 1st sg σφύζω throb pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφύζω — βλ. πίν. 33 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σφύζω — 1.αμτβ., είμαι γεμάτος σφρίγος, ζωντάνια: Ο νέος αυτός σφύζει από ζωή. 2. παρουσιάζω έντονη κίνηση: Σφύζει η αγορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφύζον — σφύζω throb pres part act masc voc sg σφύζω throb pres part act neut nom/voc/acc sg σφύζω throb imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) σφύζω throb imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφύζῃ — σφύζω throb pres subj mp 2nd sg σφύζω throb pres ind mp 2nd sg σφύζω throb pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφυζόντων — σφύζω throb pres part act masc/neut gen pl σφύζω throb pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφύζει — σφύζω throb pres ind mp 2nd sg σφύζω throb pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφύζοντα — σφύζω throb pres part act neut nom/voc/acc pl σφύζω throb pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφύζοντι — σφύζω throb pres part act masc/neut dat sg σφύζω throb pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφύζουσι — σφύζω throb pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σφύζω throb pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”